To British Retail Consortium είναι ένας εμπορικός
σύνδεσμος που αντιπροσωπεύει το 90% του λιανικού κλάδου στη Μεγάλη Βρετανία.
Το
BRC περιλαμβάνει ένα αριθμό σημαντικών θεμάτων που αφορούν το λιανικό εμπόριο
και τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένου της υγιεινής τροφίμων, των νομοθεσιών, του
σχεδιασμού, της εργασίας και του περιβάλλοντος.
Το πρότυποBRC - GlobalStandard - FoodSafety(το οποίο παρουσιάστηκε αρχικά το 1998 και του οποίου η τελευταία - 6η έκδοση,
εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2012) αναπτύχθηκε από τη Βρετανική Συνομοσπονδία
Λιανεμπορίου (British Retail Consortium - BRC) και το Βρετανικό Ινστιτούτο
Συσκευασίας.
Αποτελεί το μοναδικό πρότυπο παγκοσμίως που σχετίζεται με υλικά συσκευασίας
και οδηγεί σε πιστοποίηση προϊόντος.
Σκοπός του είναι η διασφάλιση της
καταλληλότητας της συσκευασίας για ασφαλή χρήση στα τρόφιμα. Η εφαρμογή του
συστήματος BRC από τις επιχειρήσεις επιτρέπει τη συμμόρφωση με την ισχύουσα
Ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ασφάλεια των υλικών συσκευασίας.
Γενικά, στην τρέχουσα έκδοσή του (6η
έκδοση), το πρότυπο BRC - GlobalStandard - FoodSafety χωρίζεται σε έξι
(6) κεφάλαια:
1.Σύστημα
HACCP. Απαιτείται η ανάπτυξη, εγκατάσταση και εφαρμογή Συστήματος Ασφάλειας Τροφίμων
με βάση τις 7 αρχές HACCP.
2.Σύστημα
Διαχείρισης Ποιότητας. Απαιτείται η ανάπτυξη, εγκατάσταση και εφαρμογή ενός
συστήματος διαχείρισης ποιότητας, με τον καθορισμό διεργασιών, δεικτών μέτρησης
αποσκοπώντας στη συνεχή βελτίωση του συστήματος. Έχει υιοθετηθεί η
πελατοκεντρική και διεργασιοκεντρική προσέγγιση του ISO 9001:2008.
3.Καταλληλότητα
των Κτιριακών Εγκαταστάσεων
4.Έλεγχος
Προϊόντος
5.Έλεγχος
Διεργασιών
6.Προσωπικό
Η τρέχουσα έκδοσή του BRC (6η
έκδοση) έχει σηματικές απαιτήσεις για τον έλεγχο των ξένων σωμάτων, της υγιεινής και
καθαρισμών των χώρων και του εξοπλισμού και απαιτεί καθιέρωση εθελοντικής και μη προγραμματισμένης επιθεώρησης του Σταδίου 2.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ιδιαίτερη έμφαση έχει
δοθεί στον έλεγχο των φυσικών κινδύνων (π.χ. απαίτηση για ανιχνευτή μετάλλων,
πολιτική ασφάλειας για το γυαλί και το σκληρό διαφανές πλαστικό) και στην διαχείριση και
έλεγχο ουσιών όπως είναι τα αλλεργιογόνα.
Αν μία επιθεώρηση δεν αναφερθεί / εγγραφεί στο BRC DirectoryΔΕΝ Αναγνωρίζεται !!!!
Στην περίπτωση που μία επιχείρηση τροφίμων δεν έχει ολοκληρώσει
την Ανάπτυξη & Εφαρμογή του Συστήματος Διαχείρισης της Ασφάλειας Τροφίμων σύμφωνα
με το BRC, έχει πλέον την δυνατότητα να εγγραφεί στην Βάση Δεδομένων του BRC (BRC Directory) και να δέχεται επιθεωρήσεις με πλήρη
αναφορά επιθεώρησης και με Βαθμολογία.
Οι αναφορές αυτές θα κοινοποιούνται στους πελάτες με στόχο
να τεθεί ένα χρονοδιάγραμμα μέσα στο οποίο θα ολοκληρωθεί η διαδικασία της Πιστοποίησης.
Τα στοιχεία για κάθε επιθεώρηση και οι αναφορές είναι διαθέσιμες σε αυτή την Βάση
Δεδομένων για οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο
(π.χ., υποψήφιο πελάτη) με τη χρήση κωδικού πρόσβασης.
Επίσης, από την Βάση Δεδομένων είναι δυνατόν να αντληθούν
στοιχεία από το BRC για τους Φορείς Πιστοποίησης
& Διαπίστευσης, ώστε να παρακολουθεί και το BRC με την σειρά του την απόδοση των Φορέων
Πιστοποίησης αλλά και ξεχωριστά του κάθε Επιθεωρητή.
Το Benchmarking ή Συγκριτική Αξιολόγησηείναι μία τεχνική που αφορά την αξιολόγηση και τη διαδικασία
βελτίωσης των επιδόσεων των επιχειρήσεων ως μέτρο αξιολόγησης της πορείας τους
σε σχέση με τις αντίστοιχες ανταγωνιστικές ή καλύτερες επιχειρήσεις, μέσω
συνεχούς καθορισμού, κατανόησης και προσαρμογής διακεκριμένων πρακτικών και
διαδικασιών, που εντοπίζονται εντός και εκτός των πλαισίων δραστηριότητας ενός
οργανισμού (εταιρεία, δημόσιος οργανισμός, Πανεπιστήμιο, ερευνητικός φορέας κτλ.).
Έχει ήδη εφαρμοστεί και εξακολουθεί να εφαρμόζεται παγκοσμίως.
Το Benchmarking ορίσθηκε ως: 'μια
συνεχής, συστηματική διαδικασία σύγκρισης των επιδόσεων φορέων ή επιχειρήσεων,
δράσεων ή διαδικασιών έναντι των "καλύτερων του κόσμου", με σκοπό όχι
μόνο να φτάσουν στα ίδια επίπεδα επιδόσεων, αλλά να τα ξεπεράσουν'. Γ.Δ.
III – 1996
Είναι επομένως η διαδικασία συνεχούς
σύγκρισης και μέτρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις οπουδήποτε στον κόσμο,
προκειμένου η κάθε επιχείρηση να αντλήσει πληροφορίες για τις φιλοσοφίες, τις
πολιτικές, τις πρακτικές και τα μέτρα που θα βοηθήσουν την επιχείρηση να
καταστρώσει σχέδιο δράσης για να βελτιώσει την απόδοσή της.
Η Βασική ιδέα του Benchmarking είναι:
1.Η
κατανόηση των αδυναμιών της επιχείρησης και αφετέρου η ακριβής - ποσοτική
επισήμανση των ορίων βελτίωσής της.
2.Η
συνεισφορά στη βελτίωση και ανάπτυξη της επιχείρησης.
Tο Benchmarking ή Συγκριτική
Αξιολόγηση των επιχειρηματικών διαδικασιών πραγματοποιείται συνήθως σε
συνάρτηση (συγκριτικά) με εταιρείες κορυφαίων επιδόσεων που ανήκουν στον ίδιο
κλάδο και βρίσκονται είτε στην ίδια χώρα είτε σε άλλες χώρες ή ανήκουν σε
άλλους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας αλλά βρίσκονται στην ίδια χώρα. Η
εφαρμογή της τεχνικής της συγκριτικής αξιολόγησης μεταξύ διαφορετικών κλάδων
είναι εφικτή για το λόγο ότι, ουσιαστικά, πολλές επιχειρηματικές διαδικασίες
δεν διαφέρουν κατά πολύ από κλάδο σε κλάδο.
Η Φιλοσοφία του Benchmarkingβασίζεται
στην τεχνική της συγκριτικής
αξιολόγησης των χαρακτηριστικών, των επιδόσεων, των
τεχνολογιών, των διαδικασιών παραγωγής και των προϊόντων μιας επιχείρησης σε
σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη των σημαντικότερων επιχειρήσεων του αντίστοιχου
κλάδου ή και εκτός του κλάδου που ανήκει η επιχείρηση του εσωτερικού και του
εξωτερικού.
Ο Στόχος του Benchmarkingείναι
η διαπίστωση της ανταγωνιστικής θέσης μιας επιχείρησης σε σχέση με άλλες του
κλάδου της ή και εκτός κλάδου που ανήκει η επιχείρηση του εσωτερικού και του
εξωτερικού και η αξιοποίηση των άριστων πρακτικών που εφαρμόζουν ως μέσο
βελτίωσης των επιδόσεων της επιχείρησης στους τομείς στους οποίους παρατηρείται
υστέρηση. Η συστηματική χρήση της πιο πάνω τεχνικής αποβλέπει στον εντοπισμό, τη μελέτη,
την ανάλυση και την προσαρμογή άριστων πρακτικών, μεθόδων & τεχνικών που
εφαρμόζουν οι άλλες συγκριτικά ‘καλύτερες’ επιχειρήσεις, καθώς και στην
εφαρμογή των βέλτιστων αποτελεσμάτων.
Τα Αποτελέσματα του Benchmarking είναι ότι επιτρέπει στις
επιχειρήσεις να εξετάσουν την απόδοση και την αποτελεσματικότητα τους με τρόπο
κριτικό, έτσι ώστε να εφαρμόσουν στη συνέχεια πρακτικές που ακολουθούν οι
σημαντικότερες εταιρίες του τομέα τους.
Οι συγκρίσεις με πρότυπα
είναι εργαλείο διαμόρφωσης στρατηγικής, όχι υποκατάστατο της στρατηγικής.
Αναδεικνύεται ως αποτελεσματικό εργαλείο ανάλυσης και προδιαγράφεται
συστηματικά με συγκεκριμένους κανόνες και αρχές.
Το BENCHMARKING μπορεί
να εφαρμοσθεί σε τρία “επίπεδα”:
Benchmarking Επιχείρησηςπου είναι πάνω απ' όλα
ένα εργαλείο ποιότητας για τη συνεχή βελτίωση των διαδικασιών διοίκησης στις επιχειρήσεις.
Benchmarking Κλάδου αποτελεί μια φυσική
επέκταση του Benchmarking Επιχείρησης
με την έννοια ότι αρκετές όμοιες αρχές μπορούν να εφαρμοσθούν σε επιχειρήσεις
του ίδιου κλάδου, ενώ παρόμοιοι τύποι καλών πρακτικών διοίκησης είναι
θεμελιώδεις για την ανταγωνιστικότητα.
Benchmarking Συνθηκών Ανταγωνισμού αναφέρεται σε εκείνους
τους παράγοντες - κλειδιά που επηρεάζουν την ελκυστικότητα μιας περιοχής, μιας
περιφέρειας, μιας χώρας ή και της Ε.Ε., ως τόπου επιχειρηματικής
δραστηριότητας. Η ελκυστικότητα αυτή με τη σειρά της, επηρεάζει το
επιχειρηματικό περιβάλλον στο οποίο οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να
λειτουργήσουν. Παραδείγματα τέτοιων παραγόντων - κλειδιών είναι οι
τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές, οι κανόνες και το κόστος της αγοράς εργασίας, οι
υποδομές για τον εκσυγχρονισμό, την έρευνα και την ανάπτυξη, το περιβάλλον κλπ.
Το Benchmarking των συνθηκών ανταγωνισμού επιτρέπει να γίνει η ανάλυση ειδικών
τομέων του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις και να τις
συγκρίνουν με τις καλύτερες υπάρχουσες πρακτικές άλλων γεωγραφικών περιοχών.
H Μελέτη Benchmarking / Συγκριτικής Αξιολόγησης
περιλαμβάνει ενδεικτικά τα εξής:
1. Μεθοδολογία εντοπισμού της επιχείρησης
ή περισσότερων επιχειρήσεων (ανταγωνιστών) που θα χρησιμοποιηθούν ως μέτρο
σύγκρισης.
2.Καθορισμός των προτύπων αναφοράς /
πεδίων εφαρμογής του Benchmarking:
Οικονομικών
Διοίκησης
και του Ανθρώπινου Δυναμικού
Προϊόντων
και των Αγορών από τις οποίες Προωθούνται
Έρευνας
και της Ανάπτυξης και της Καινοτομίας
Εφαρμογή
Διαχειριστικών Συστημάτων
Marketing
Διαχείρισης
Αποθήκης
Αλυσίδας
Προμηθευτών – Παραγωγής – Πελατών
Διαδικασίας
Παραγωγής και Εξοικονόμησης Πόρων
3.Καθορισμός των μεθόδων συλλογής
δεδομένων / πληροφοριών
4.Καθορισμός των επιπέδων επίδοσης με
την βοήθεια κατάλληλων δεικτών
5.Μεθοδολογία Εφαρμογής Benchmarking
& Παρουσίαση των Αποτελεσμάτων στην Διοίκηση της Εταιρείας
6.Μεθοδολογία Καθορισμού των
Μελλοντικών Επιπέδων Επίδοσης
7.Μεθοδολογία Διάδοσης των
αποτελεσμάτων της σύγκρισης αξιολόγησης και αποδοχή τους από τα ανώτατα στελέχη
και τους εργαζομένους οι οποίοι θα κληθούν να κάνουν βελτιώσεις
8.Μεθοδολογία Εντοπισμού Αδυναμιών /
Προβλημάτων, Επιλογή Λύσης τους, Εφαρμογή συγκεκριμένων διορθωτικών ενεργειών /
δράσεων και Διαδικασία Παρακολούθησής τους
9.Αναπροσαρμογή (προσθαφαίρεση εφόσον
απαιτείται) των προτύπων αναφοράς / των πεδίων εφαρμογής της τεχνικής συγκριτικής
αξιολόγησης (Benchmarking)
H BiT διαθέτει ειδική Λογισμική
Εφαρμογή Benchmarking v.3 για
την πλήρη εφαρμογή του Benchmarking στην πράξη.
Η εφαρμογή Benchmarking v.3.0
λειτουργεί ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα εισαγωγής, επεξεργασίας και προβολής
πληροφοριών που σχετίζονται με την επιχείρηση στην οποία εφαρμόζεται καθώς και
άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του κλάδου.
Το σχήμα πιστοποίησης FSSC 22000 αποτελεί συνδυασμό των
απαιτήσεων του προτύπου ISO 22000:2005 και της προδιαγραφής PAS 220:2008 (ή της
προδιαγραφής PAS 223:2011 για τις επιχειρήσεις παραγωγής υλικών συσκευασίας
τροφίμων) η οποία καλύπτει τα προαπαιτούμενα προγράμματα που σχετίζονται με την
Ασφάλεια των Τροφίμων.
Το FSSC 22000 είναι το πρώτο σχήμα πιστοποίησης για την
ασφάλεια των τροφίμων εστιασμένο στη βιομηχανία παραγωγής / επεξεργασίας
τροφίμων.
Το σχήμα πιστοποίησης FSSC 22000 χωρίζεται σε τέσσερα (4)
βασικά μέρη:
- Μέρος I:
απαιτήσεις του Συστήματος Ασφάλειας Τροφίμων και οδηγίες σχετικά με την υποβολή
αίτησης για πιστοποίηση
- Μέρος II:
απαιτήσεις σχετικά με την παροχή πιστοποίησης συμπεριλαμβανομένου του
Κανονισμού για τους Φορείς Πιστοποίησης και της Επιτροπής Εναρμόνισης.
- Μέρος III:
απαιτήσεις σχετικά με την παροχή διαπίστευσης συμπεριλαμβανομένου του
Κανονισμού για τους Φορείς Διαπίστευσης. - Μέρος IV: Κανονισμοί
σχετικά με το συμβούλιο των ενδιαφερομένων μερών.
Ποιοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην
έκδοση του FSSC 22000;
Το πρότυπο ISO 22000:2005 εξετάσθηκε αρχικά απο την
Παγκόσμια Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (Global Food Safety Initiative =
G.F.S.I.) χωρίς να «υιοθετηθεί» στο κατάλογο των αναγνωρισμένων προτύπων της.
Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι το ISO 22000:2005 δεν κάλυπτε τα
προαπαιτούμενα προγράμματα (=prerequisite programs) που σχετίζονται άμεσα με
την ασφάλεια των τροφίμων και αφορούν τους παραγωγούς / επεξεργαστές τροφίμων –
υλικών συσκευασίας τροφίμων.
Το παραπάνω γεγονός οδήγησε στην ανάπτυξη και σύνταξη της
προδιαγραφής PAS 220:2008.
Η προδιαγραφή PAS 220:2008 είναι σχεδιασμένη να
«λειτουργεί» σε συνδυασμό με το πρότυπο ISO 22000:2005 καλύπτοντας έτσι τις
απαιτήσεις των παραγωγών / επεξεργαστών τροφίμων.
Αντίστοιχα, η προδιαγραφή PAS
223:2011 σχεδιάστηκε για να καλύπτει τις επιχειρήσεις παραγωγής υλικών
συσκευασίας τροφίμων.
Η δεύτερη απαίτηση της Παγκόσμιας Αρχής για την Ασφάλεια των
Τροφίμων (Global Food Safety Initiative) συνδέεται με το γεγονός της ύπαρξης
ενός φορέα διαχείρισης του συγκεκριμένου προτύπου. Ως φορέας διαχείρισης του
προτύπου έχει ορισθεί λοιπόν το Foundation for Food Safety Certification
(FSSC), ο οποίος ευθύνεται τόσο για τον ορισμό των θεμάτων διαπίστευσης και
πιστοποίησης του προτύπου FSSC 22000, όσο και για την αποδοχή του από την
Παγκόσμια Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (G.F.S.I.).
FSSC 22000 και αναγνώριση απο το
G.F.S.I.
Το σχήμα πιστοποίησης FSSC 22000 έχει εξετασθεί απο την Παγκόσμια
Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων με βάση τις απαιτήσεις, όπως αυτές
καθορίζονται στο G.F.S.I. Guidance Document Version 5 και έχει αναγνωρισθεί υπο
προϋποθέσεις. Ο Φορέας Διαχείρισης του προτύπου [Foundation for Food Safety
Certification (FSSC)] βρίσκεται στο στάδιο πλήρους εφαρμογής των οδηγιών του
G.F.S.I.. Με την ολοκλήρωση των οδηγιών αναμένεται το FSSC 22000 να είναι το
έκτο κατά σειρά πρότυπο που έχει αναγνωρισθεί από την Παγκόσμια Αρχή για την
Ασφάλεια των Τροφίμων.
Τί πρέπει να κάνει η επιχείρηση ώστε να
πιστοποιηθεί σύμφωνα με το FSSC 22000;
Εάν η Επιχείρησή σας εφαρμόζει ήδη
το πρότυπο ISO 22000:2005 χρειάζεται απλώς μία περαιτέρω εξέταση και ανάλυση
των απαιτήσεων του PAS 220:2008 (ή της προδιαγραφής PAS 223:2011 για τις
επιχείρήσεις παραγωγής υλικών συσκευασίας τροφίμων) προκειμένου αυτές να
ενσωματωθούν στο ήδη υπάρχον εφαρμοζόμενο Σύστημα Διαχείρισης της Ασφάλειας
Τροφίμων. Εφόσον ξεκινήσει η εφαρμογή τους, η επιχείρηση μπορεί να προχωρήσει
σε πιστοποίησή του.
Εάν η Επιχείρησή σας δεν εφαρμόζει
το ISO 22000:2005 τότε προτείνεται η εξαρχής εξέταση των απαιτήσεων του FSSC
22000 συνολικά, προκειμένου να εντοπισθούν όλες οι απαραίτητες ενέργειες που
πρέπει να εφαρμοσθούν, ώστε να προχωρήσει σε πιστοποίησή του.
Με πρωτοβουλία
της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης,Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας τροποποιήθηκαν
οι Οδηγοί των Προγραμμάτων «ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΓΥΝΑΙΚΩΝ», «ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΝΕΩΝ», και «ΕΝΔΥΣΗ
ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΣΗ – ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»,
του Επιχειρησιακού Προγράμματος
Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα (ΕΠΑΕ) του ΕΣΠΑ 2007
–2013,
κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων
των άρθρων 16 και 17 του Ν. 4038/2012 (ΦΕΚ 14/Α/2012), ως εξής:
Σε αντικατάσταση
της ΕΟΜΜΕΧ Α.Ε. που ήταν ο Ενδιάμεσος Φορέας Υλοποίησης των προγραμμάτων αυτών,
τα παραπάνω προγράμματα
θα υλοποιούνται από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας -
Διεύθυνση Μικρών και Μεσαίων
Επιχειρήσεων (Δ/ΜΜΕ) και τον Ενδιάμεσο Φορέα του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα
και Επιχειρηματικότητα «ΕΦΕΠΑΕ».
Με βάση το
ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και τις Υπουργικές Αποφάσεις Τροποποίησης των Οδηγών των
Προγραμμάτων, οι δύο αυτοί φορείς θα λειτουργήσουν ως Ενδιάμεσοι Φορείς Διαχείρισης
(ΕΦΔ)
και θα αναλάβουν κάθε ενέργεια
και εκκρεμότητα υλοποίησης των προγραμμάτων αυτών.
Για λόγους
κάλυψης της μεταβατικής περιόδου υλοποίησης των προγραμμάτων αυτών από την ΕΟΜΜΕΧ
Α.Ε.
και ανάληψης καθηκόντων
υλοποίησης από τους νέους Ενδιάμεσους Φορείς Διαχείρισης (Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας και ΕΦΕΠΑΕ)
μετατίθενται οι ημερομηνίες
ολοκλήρωσης των εντεταγμένων έργων στα Προγράμματα αυτά,
ως ακολούθως:
Για τα Προγράμματα «ΕΝΙΣΧΥΣΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ», «ΕΝΙΣΧΥΣΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΝΕΩΝ», τα εντεταγμένα έργα θα πρέπει να έχουν
ολοκληρωθεί εντός 18 μηνών από την ημερομηνία υπαγωγής,
ή το αργότερο μέχρι τις
31/12/2012συμπεριλαμβανομένων αιτημάτων παρατάσεων και λόγων ανωτέρας βίας.
Για το Πρόγραμμα «ΕΝΔΥΣΗ
ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΣΗ – ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»,
τα εντεταγμένα έργα
θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί σε 12 μήνες από την ημερομηνία της απόφασης
ένταξης της επιχείρησηςή το αργότερο μέχρι τις26/09/2013συμπεριλαμβανομένων αιτημάτων τροποποίησης
και λόγων ανωτέρας βίας.
Ο συνολικός
εγκεκριμένος προϋπολογισμός των προγραμμάτων αυτών (Δημόσια Δαπάνη εντεταγμένων έργων)
διαμορφώνεται ως εξής:
ΕΝΔΥΣΗ
ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΣΗ – ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ: €1.781.098,00
Η αποστολή οιονδήποτε αιτημάτων, δικαιολογητικών ή λήψη πληροφοριών
για τα ανωτέρω προγράμματα θα γίνεται στους κατά τόπους εταίρους του ΕΦΕΠΑΕ σύμφωνα
με τον σχετικό πίνακα χωρικής / γεωγραφικής αρμοδιότητας
που παρατίθεται στο τροποποιημένο Οδηγό του Προγράμματος και τα αναγραφόμενα σε
αυτόν στοιχεία επικοινωνίας.
Το
Σήμα ‘e’ τοποθετημένο στην Συσκευασία του Προϊόντος πρέπει
να έχει τουλάχιστον 3mm σε μέγεθος και να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με το Βάρος
του Προϊόντος.
Το σήμα 'e' λειτουργεί σαν ΜΕΤΡΟΛΟΓΙΚΟ διαβατήριο για αγαθά που πωλούνται στην Ε.Ε.
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ 76/211/ΕΚ Συσκευασμένα Τρόφιμα κατά Βάρος ή κατά Όγκο
78/891/ΕΚ Τροποποίηση
80/181/ΕΚ Μονάδες Μέτρησης Συσκευασμένων
Προϊόντων
1999/103 Τροποποίηση
1258/1994 Του Διεθνούς Γραφείου Μέτρων
& Σταθμών SI
ΟΙ ΤΡΕΙΣ (3) ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΚΕΥΑΣΤΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ / ΠΟΤΩΝ
1.To μέσο βάρος της
παρτίδας πρέπει να μην είναι μικρότερο από το ονομαστικό βάρος του προϊόντος
2.Το ποσοστό των τεμαχίων που είναι λιποβαρή να είναι μικρότερο από
ένα προκαθορισμένο πόσο που ορίζεται ως «ανεκτό αρνητικό σφάλμα»)
3.Κανένα τεμάχιο δεν πρέπει να είναι λιποβαρές παραπάνω από το διπλάσιο
του «ανεκτού αρνητικού σφάλματος»
Ο συσκευαστής του
τροφίμου / ποτού πρέπει να εφαρμόζει ένα test αναφοράς από στατιστικά
δεδομένα και να το τεκμηριώνει με αρχεία δειγματοληψίας.
Oι κανόνες
ισχύουν για Συσκευασμένα Τρόφιμα / Ποτά
από 5 γραμμάρια
έως 25 κιλά
και 5 mlέως 25 lt.
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΥ TESTΑΝΑΦΟΡΑΣ
Καταρχήν πρέπει να
ληφθεί δείγμα κατά περίπτωση από 50 τεμάχια ή 80 τεμάχια ή 125 τεμάχια (ανάλογα
με το μέγεθος της παρτίδας παραγωγής).
Tο βάρος
που αναφέρεται στη συσκευασία είναι αποδεκτό εφόσον για παρτίδες με λιγότερα από
100 τεμάχια τα μη συμμορφούμενα (μη αποδεκτά προϊόντα) είναι μικρότερα του 5% (δηλαδή
πρέπει να βρεθούν λιγότερα από 5 τεμάχια με μη αποδεκτό βάρος).
Για παρτίδα:
από 100 έως 500 τεμάχια πρέπει να ληφθεί δείγμα 50 τεμαχίων
και επιτρέπονται μέχρι 3 τεμάχια να είναι μη συμμορφούμενα (μη αποδεκτά
προϊόντα), εφόσον είναι από 4 τεμάχια και άνω δεν είναι αποδεκτό.
από 501 έως 3.200 τεμάχια πρέπει να ληφθεί δείγμα 80 τεμαχίων
και επιτρέπονται μέχρι 5 τεμάχια να είναι μη συμμορφούμενα (μη αποδεκτά
προϊόντα), εφόσον είναι από 6 τεμάχια και άνω δεν είναι αποδεκτό.
από 3.201 έως 10.000 τεμάχια πρέπει να ληφθεί δείγμα
125 τεμαχίων και επιτρέπονται μέχρι 7 τεμάχια να είναι μη συμμορφούμενα
(μη αποδεκτά προϊόντα), εφόσον είναι από 8 τεμάχια και άνω δεν είναι αποδεκτό.
ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΑΠΟΔΕΚΤΟ ΒΑΡΟΣ ΣΕ ΓΡΑΜΜΑΡΙΑ Για βάρος από:
5 έως 50
γραμμάρια το 9% του ονομαστικού βάρους
50-100 γραμμάρια
τα 4,5 γραμμάρια
100-200 γραμμάρια
το 4,5% του ονομαστικού βάρους
200 – 300
γραμμάρια τα 9 γραμμάρια
300-500 γραμμάρια
το 3% του ονομαστικού βάρους
500-1.000
γραμμάρια τα 15 γραμμάρια
1.000-10.000
γραμμάρια το 1,5% του ονομαστικού βάρους
Η
νομοθεσία που περιγράφει την νομική υποχρέωση για ιχνηλασιμότητα είναι ο
Ευρωπαϊκός Κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 ο οποίος είναι νόμος του Ελληνικού Κράτους
από 01/01/2005. Στο άρθρο 3, παράγραφος 15 του ΕΚ 178/2002 ορίζεται ο όρος
της ανιχνευσιμότητας (ή ιχνηλασιμότητας, traceability) ως εξής:
«ανιχνευσιμότητα»:
η δυνατότητα ανίχνευσης και παρακολούθησης τροφίμων, ζωοτροφών, ζώων που
χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων ή ουσιών που πρόκειται ή
αναμένεται να ενσωματωθούν σε τρόφιμα ή σε ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια της
παραγωγής, μεταποίησης και διανομής τους (σελίδα L 31/8).
Επίσης,
το άρθρο 18 έχει 5 παραγράφους που αναλύουν τον όρο της ανιχνευσιμότητας
διεξοδικά και διευκρινίζουν ρητά ότι όλα τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές που
διοχετεύονται στην αγορά της Κοινότητας «πρέπει να φέρουν κατάλληλη
επισήμανση ή σήμα αναγνώρισης ώστε να διευκολύνεται η ανιχνευσιμότητά τους,
μέσω κατάλληλων εγγράφων ή πληροφοριών» (σελίδα L 31/11).
Πιο αναλυτικά επισημαίνονται τα εξής:
Παράγραφος 18.1
Πρέπει
να διασφαλίζουμε, σε όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής, την
ανιχνευσιμότητα των τροφίμων, των ζωοτροφών και των ζώων που χρησιμοποιούνται
για την παραγωγή τροφίμων και οποιασδήποτε άλλης ουσίας που προορίζεται για
ενσωμάτωση σε ένα τρόφιμο ή μια ζωοτροφή ή αναμένεται ότι θα ενσωματωθεί σε
αυτά.
Παράγραφος 18.2
Οι
υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών (πρέπει να) είναι σε θέση
να αναγνωρίζουν κάθε πρόσωπο από το οποίο έχουν προμηθευτεί ένα τρόφιμο, μια
ζωοτροφή ή ένα ζώο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων ή
οποιαδήποτε άλλη ουσία που προορίζεται για ενσωμάτωση σε ένα τρόφιμο ή μια
ζωοτροφή. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων πρέπει να εφαρμόζουν συστήματα και
διαδικασίες που καθιστούν τις πληροφορίες αυτές διαθέσιμες στις αρμόδιες
αρχές, όταν αυτές τις ζητήσουν.
Παράγραφος 18.3
Οι
υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών καθιερώνουν συστήματα και
διαδικασίες για την αναγνώριση των άλλων επιχειρήσεων στις οποίες προμηθεύουν
τα προϊόντα τους. Αυτές οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές
όταν και αν αυτές ζητηθούν.
Παράγραφος 18.4
Τα
τρόφιμα ή οι ζωοτροφές που διατίθενται ή ενδέχεται να διατεθούν στην αγορά
της Ε.Ε. πρέπει να φέρουν κατάλληλη σήμανση ώστε να διευκολύνεται η
ιχνηλασιμότητα, μέσω κατάλληλων εγγράφων και πληροφοριών, σύμφωνα με τις
σχετικές απαιτήσεις των ειδικότερων διατάξεων.
Παράγραφος 18.5
Οι
διατάξεις για την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου όσον αφορά
συγκεκριμένους τομείς είναι δυνατό να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία
του άρθρου 58 παράγραφος 2, η οποία ορίζει την εφαρμογή της διαδικασίας της
επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, με την
επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 7 και 8.
Πώς εφαρμόζεται η ιχνηλασιμότητα;
Για
την εφαρμογή της ιχνηλασιμότητας τροφίμων, όπως προβλέπεται από τους
σχετικούς κανονισμούς, απαιτείται τόσο η ατομική όσο και η συντονισμένη
προσπάθεια όλων των φορέων που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στην εφοδιαστική
αλυσίδα των τροφίμων. Οι φορείς αυτοί είναι δύο κατηγοριών: άμεσοι και
έμμεσοι.
Οι
επιχειρήσεις που εμπορεύονται ή παράγουν τρόφιμα ή συστατικά τροφίμων είναι υποχρεωμένες νατηρούν / εφαρμόζουν το Σύστημα HACCP (με
βάση την Εθνική Νομοθεσία η οποία είναι εναρμονιζόμενη με τον Κανονισμό
852/30.04.2004) ή προαιρετικά να είναι Πιστοποιημένες με πρότυπα όπως
π.χ.,ISO 22000:2005, FSSC 22000,BRC, IFS.
Το
HACCP (Ανάλυση Επικινδυνότητας στα Κρίσιμα Σημεία
Ελέγχου) σύμφωνα με τον CodexAlimentariusσυνιστά μια τεκμηριωμένη μέθοδο διαχείρισης των
πιθανών κινδύνων σε όλη την αλυσίδα από την παραγωγή, διανομή έως και την
κατανάλωση. Το πρότυπο βασίζεται σε αρχές που περιγράφουν τις διαδικασίες οι
οποίες απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί ο αποτελεσματικό έλεγχος της παραγωγής
ασφαλών τροφίμων. Η ανάπτυξη, και εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος, συμβάλλει
στη ελαχιστοποίηση του κινδύνου κατά την παραγωγική διαδικασία, την
αποθήκευση και την εμπορία των προϊόντων. Οι αρχές του HACCP (Ανάλυση Κινδύνων και Κρίσιμων Σημείων
Ελέγχου) υποδεικνύουν τον τρόπο ανάπτυξης και εφαρμογής ενός συστήματος
ασφάλειας τροφίμων.
Η
Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως κορυφαία προτεραιότητα την ασφάλεια των
τροφίμων. Με βάση την οδηγία 93/43/ΕΟΚ για την υγιεινή των τροφίμων και πιο
πρόσφατα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 178/2002 ο οποίος προδιαγράφει και την ίδρυση
της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων, η Κοινότητα επιδιώκει μια
νέα προσέγγιση περισσότερο ολοκληρωμένη στο θέμα αυτό. Η Εθνική Νομοθεσία
εναρμονιζόμενη με τον Κανονισμό 852/30.04.2004 απαιτεί από τις Επιχειρήσεις
Τροφίμων να εφαρμόζουν τις διαδικασίες που είναι απαραίτητες για την
παρακολούθηση των κρίσιμων σημείων κατά την παραγωγή τροφίμων με βάσει τις
αρχές του HACCP.
Το
HACCP (Ανάλυση Επικινδυνότητας στα Κρίσιμα Σημεία
Ελέγχου) σύμφωνα με τον CodexAlimentariusείναι ένα σύγχρονο αναλυτικό εργαλείο για τη
διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων, διεθνώς αποδεκτό για τον
αποτελεσματικό έλεγχο των προβλημάτων, που δημιουργούνται στον κλάδο Τροφίμων
& Ποτών. Επιτρέπει στην επιχείρηση να παρακολουθεί αποτελεσματικά την
ασφάλεια και υγιεινή των προϊόντων της, μετά από συστηματική μελέτη των
φάσεων της παραγωγικής διαδικασίας (από την παραλαβή των Α’ υλών μέχρι την
διανομή του τελικού προϊόντος) και να επισημαίνει τα κρίσιμα σημεία ελέγχου για
την ασφάλεια του προϊόντος από μικροβιολογικούς, χημικούς ή φυσικούς
κινδύνους, δηλαδή είναι ένα προληπτικό σύστημα. Δεν αποτελεί ένα τυπικό είδος επιθεώρησης,
αλλά μία ουσιαστική ανάλυση των κινδύνων, μέσω παρατήρησης των κρίσιμων
σημείων ελέγχου. Προλαμβάνει, λοιπόν, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ένα
τρόφιμο σε όλες τις φάσεις της επεξεργασίας του και αναγνωρίζει τα στάδια στα
οποία μπορούν να αναπτυχθούν αυτοί οι κίνδυνοι. Δρα, λοιπόν, σε όλες τις
φάσεις από την πρωτογενή παραγωγή, την επεξεργασία, την αποθήκευση, τη
διανομή μέχρι και την τελική κατανάλωση. Η εφαρμογή του, έτσι, είναι ευρεία
και αφορά κάθε μονάδα παραγωγής τροφίμων ή ποτών καθώς και το χώρο του catering ή τους χώρους μαζικής εστίασης (νοσοκομεία,
ξενοδοχεία), όπου η ασφάλεια και η έλλειψη αλλοιώσεων του τελικού προϊόντος
είναι παράγοντες ιδιαίτερης βαρύτητας.
Συγκριμένα
όλα τα πρότυπα έχουν ως απαιτούμενο την «Κοινοποίηση
και Ανάκληση» και συγκεκριμένα αναφέρονται στο εξής:
«Προκειμένου
να αντιμετωπιστούν κίνδυνοι για την ασφάλεια των τροφίμων μετά την παράδοσή
τους, η επιχείρηση πρέπει να καθιερώσει και να τηρεί τεκμηριωμένες
διαδικασίες για την κοινοποίηση προς όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη (αρχές
/ πελάτες / καταναλωτές) ή / και ανάκληση προϊόντος. Όταν καθιερώνονται οι
διαδικασίες, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός λεπτομέρειας των αναφορών
που σχετίζονται με την ιχνηλασιμότητα στην παραγωγή και μετά την παράδοση».
Είναι
φανερό ότι μία επιχείρηση για να τηρεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα HACCP είναι
υποχρεωμένη να ακολουθεί τεκμηριωμένες διαδικασίες που θα διασφαλίζουν την
ιχνηλασιμότητα της κάθε πρώτης ύλης που έχει χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή
του τελικού προϊόντος που εμπορεύεται.
Επίσης,
το πρότυπο του British Retail Consortium (BRC) σχετικά με τις εταιρείες που
προμηθεύουν το λιανικό εμπόριο με επώνυμα προϊόντα (Technical Standard for
Companies Supplying Retailer Branded Food Products,), αναφέρει αναλυτικά την
υποχρέωση της εταιρείας για ιχνηλασιμότητα.
Το πρότυπο ISO 22005:2007
δίνει τις αρχές και καθορίζει τις βασικές απαιτήσεις, για τον σχεδιασμό και
την εφαρμογή ενός συστήματος ιχνηλασιμότητας.
Ο
Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO) έχει καθιερώσει το πρότυπο ISO
22005:2007 για την ιχνηλασιμότητα των τροφίμων και των ζωοτροφών. Το νέο
πρότυπο δίνει τις αρχές και καθορίζει τις βασικές απαιτήσεις, για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός
συστήματος ιχνηλασιμότητας, ενώ μπορεί
να εφαρμοστεί σε κάθε επιχείρηση που λειτουργεί σε οποιοδήποτε στάδιο
της αλυσίδας τροφίμων και ζωοτροφών. Το πρότυπο αυτό καθορίζει τις απαιτήσεις για την
ιχνηλασιμότητα τροφίμων δηλαδή την εύρεση της πορείας ενός τροφίμου από τον
παραγωγό μέχρι τον τελικό καταναλωτή.
Τα
τελευταία διατροφικά σκάνδαλα (όπως οι
διοξίνες σε χοιρινά και κοτόπουλα) τόνισαν την ανάγκη για τις εταιρίες να
αναπτύξουν ολοκληρωμένα συστήματα ιχνηλασιμότητας. Δεδομένου ότι κίνδυνοι
μπορεί να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας και
σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού, ο έλεγχος και η επικοινωνία καθ’ όλη την
διαδικασία είναι απαραίτητη.
HBiT, με την πολύχρονη
εμπειρία της στην ανάπτυξη Διαχειριστικών Συστημάτων έχει την ικανότητα να
Αναπτύξει Συστήματα Διαχείρισης της Ιχνηλασιμότητας και ικανοποιούν τις
απαιτήσεις του προτύπου ISO 22005:2007.
Παράδειγμα: Aγοράς
και Εμπορίας Τροφίμου
Για την πλήρη εφαρμογή της
ιχνηλασιμότητας, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θα πρέπει να τηρούν τα παρακάτω
έντυπα: